- εξαγωγικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή προϊόντων ή εμπορευμάτων: Εξαγωγικός δασμός.2. που χρησιμοποιείται για εξαγωγή: Εξαγωγικός σωλήνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.